- κατάψυχρος
- -η, -ο (AM κατάψυχρος, -ον) πολύ ψυχρός, παγωμένος2. μτφ. (για χαρακτήρα) ψυχρός με τους άλλους ανθρώπους, κλειστός, ερμητικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάψυχρος — very cold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάψυχρον — κατάψυχρος very cold masc/fem acc sg κατάψυχρος very cold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψύχροις — κατάψυχρος very cold masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψύχρου — κατάψυχρος very cold masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψύχρους — κατάψυχρος very cold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψύχρων — κατάψυχρος very cold masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψύχρῳ — κατάψυχρος very cold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάψυχρα — κατάψυχρος very cold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάψυχροι — κατάψυχρος very cold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσνιφος — δύσνιφος, ον (Α) 1. σκεπασμένος με χιόνια 2. παγωμένος, κατάψυχρος … Dictionary of Greek